- καίρος
- Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε γράψει ύμνο για τον Κ. Ο Λύσιππος είχε φιλοτεχνήσει άγαλμά του, στο οποίο απεικονιζόταν ως νέος με φτερωτά πόδια και πλούσια μαλλιά.
* * *καῑρος, ὁ (Α)1. τα λεπτά σχοινιά στο αντί τού αργαλειού όπου δένονται τα άκρα τού στημονιού2. το διάπλεγμα που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το μιτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. sari-kc «ταινία, σχοινί» και sard «αράχνη», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *ker- «σχοινί, κλωστή υφάσματος». Ασχέτως τής προελεύσεώς του, η έννοια τού «σημείου προσδέσεως», τού «κόμβου», τών σχοινιών τού αργαλειού οδήγησε στην άποψη ότι η λ. καιρός προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό τού τόνου και μεταφορική σημ. «χρονικός κόμβος», «ακριβές χρονικό σημείο».ΠΑΡ. αρχ. καιρία, καιρώ.ΣΥΝΘ. αρχ. καιροδαπιστής, καιροσπάθητος].
Dictionary of Greek. 2013.